ἐπημοιβός

ἐπημοιβός
ἐπ-ημοιβός (ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επημοιβός — ἐπημοιβός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.) 2. επάλληλος, σταυρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής… …   Dictionary of Greek

  • ἐπημοιβοῖς — ἐπημοιβός crossing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπημοιβοί — ἐπημοιβός crossing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπημοιβούς — ἐπημοιβός crossing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”